κιόλα(ς)

κιόλα(ς)
(Μ κιόλα και κιόλας)
επίρρ.
1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;»)
2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα, μάς συκοφαντεί κιόλας» β. «παίνεμα κιόλας, άτυχη, γιατί ένα δουλευτή μου χωστά μού επήρες γι' άντρα σου με τόσην εντροπή μου;» Ερωφ.)
μσν.
λοιπόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. και ὅλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιόλα — και κιόλας επίρρ. 1. χρον., ήδη, τώρα, τώρα πλέον: Πιάσανε κιόλας οι ζέστες. 2. τροπ., ακόμη, επιπλέον: Έκλεψε τον άνθρωπο, τον φοβερίζει κιόλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”