- κιόλα(ς)
- (Μ κιόλα και κιόλας)επίρρ.1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;»)2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα, μάς συκοφαντεί κιόλας» β. «παίνεμα κιόλας, άτυχη, γιατί ένα δουλευτή μου χωστά μού επήρες γι' άντρα σου με τόσην εντροπή μου;» Ερωφ.)μσν.λοιπόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. και ὅλα].
Dictionary of Greek. 2013.